- λιγόσπερμος
- -η, οβλ. ολιγόσπερμος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… … Dictionary of Greek
ολιγόσπερμος — και λιγόσπερμος, η, ο (Α ὀλιγόσπερμος, ον) αυτός που έχει ή παράγει λίγο σπέρμα («τὰ μὲν πολύσπερμα, τὰ δ ὀλιγόσπερμά ἐστι», Αριστοτ.) νεοελλ. (το ουδ πληθ. ως ουσ.) τα ολιγόσπερμα φυτά που περιέχουν ή παράγουν λίγα σπέρματα. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek